- τετράδειον
- τετράδειον [ᾰ], τό,A square,
ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος Supp.Epigr. 7.135.18
(Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in An.Ox.2.269 distinguishes τετράδειον (sine expl.) from τετράδιον the ὑποκοριστικόν.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.